- Τιτανοκτόνος
- Τῑτᾱνο-κτόνος, ον,A slaying Titans, Batr.281.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τιτανοκτόνος — ον, Α αυτός που επιφέρει τον θάνατο στους Τιτάνες («ὅπλον... μέγα Τιτανοκτόνον», Βατραχομ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < Τιτᾶνες + κτονος (< κτόνος < κτείνω), πρβλ. παιδο κτόνος] … Dictionary of Greek
Τιτανοκτόνον — Τῑτᾱνοκτόνον , Τιτανοκτόνος slaying Titans masc/fem acc sg Τῑτᾱνοκτόνον , Τιτανοκτόνος slaying Titans neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-κτόνος — (AM κτόνος) β συνθετικό λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο ρ. κτείνω και που δηλώνει τον φονέα αυτού που σημαίνει το α συνθετικό (πρβλ. αδελφοκτόνος, πατροκτόνος). Σπανίως απαντά ως προπαροξύτονο με παθ. σημ. (ταυρόκτονος «αυτός που σκοτώθηκε από… … Dictionary of Greek